Κείμενο απολογισμού τεταρτιάτικων μουσικών βραδιών (2018-2019)
Η ιδέα των καφενείων ξεκίνησε σαν πολλαπλό στοίχημα. Για το αν θα καταφέρουμε να δοκιμάσουμε κάτι πέρα απ’ το μπούσουλα των εβδομαδιαίων λάηβ, αν υφίσταται ελεύθερος χρόνος στην αθήνα, αν το να συναντιέσαι με δικούς σου ανθρώπους κάτω από αντι-εμπορευματικούς όρους σημαίνει κάτι και τι είδους σχέσεις μπορούν αυτοί (οι όροι) να παράξουν, αν ομορφαίνοντας τα βράδια μας, θα αντιμετωπίσουμε πιο εύκολα την ασχήμια της μέρας, αν όλα αυτά (και άλλα τόσα) θα έχουν απήχηση και σε άλλο κόσμο, αν υπάρχει νόημα να μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους το πηγαίο, ειλικρινές, ακομπλεξάριστο και αντι-ποζέρικο πάθος μας για κάτι (στην προκειμένη περίπτωση τη μουσική), αλλά και αν γενικότερα υπάρχει πλέον νόημα στο οτιδήποτε.
Σε μια συγκυρία ίσως πιο ύπουλη από ποτέ για τη γειτονιά των Εξαρχείων, όπου η καταστολή κυκλοφορεί μεταμφιεσμένη ανάμεσά μας, με μαφιόζικου τύπου ενέργειες, με το οργανωμένο λιγόστεμα των μόνιμων κατοίκων (βλ. airbnb), με το επερχόμενο (?) gentrification που μετατρέπει τις γειτονιές σε τουριστικά hotspot, αξιοθέατα προς μαζική κατανάλωση κλπ, η αισθητική παρακμή έρχεται σαν -αχώνευτη- γαρνιτούρα να συνοδεύσει το παραπάνω -επίσης αχώνευτο- κυρίως πιάτο. Η trash (όνομα και πράγμα) ναρκοκουλτούρα καθιερώνεται σαν μια ακόμα νυχτερινή επιλογή της γειτονιάς, κάνοντάς μας να αισθανόμαστε αμήχανα μπροστά στις δυσδιάκριτες διαφορές μεταξύ του κόσμου που την επιλέγει «για χαβαλέ» και του κόσμου που, έτσι κι αλλιώς, την επέλεγε από πάντα στα σοβαρά.
Για μας, η απώλεια κριτηρίων στο «πώς διασκεδάζουμε», είναι απώλεια κριτικής στάσης απέναντι στη θολούρα του trash, είναι απώλεια της αντι-κουλτούρας της αυτο-οργανωμένης έκφρασης και κατ’ επέκταση απώλεια συνείδησης. Μια συνεχής κατρακύλα που χτίζεται πάνω σε «σιωπηλές» αξιακές εκπτώσεις. Προφανώς δε μιλάμε από μια θέση αισθητικής καθαρότητας ή συντηρητισμού, αλλά απ’ τη θέση που προωθεί την αυτο-οργανωμένη έκφραση χωρίς καμία διάθεση για αφομοίωση απ’ τη mainstream χαβούζα. Δεν μπορούμε να χορέψουμε με τραγούδια της τζούλιας αλεξανδράτου. Δεν μπορούμε να γελάσουμε με τα σκουπίδια της κυρίαρχης μαζικής κουλτούρας. Αρνούμαστε την υιοθέτηση της ηθικής και της ρουτίνας της εργασίας στον τρόπο που διασκεδάζουμε, παριστάνοντας τα «σοβαρά» και «αξιοπρεπή» υποκείμενα στη «βάρδιά» μας, ενώ μετά το «σχόλασμα» βουτάμε στην αποχαύνωση και το διανοητικό ακρωτηριασμό υπό τους ήχους φθηνής μουσικής και την επήρεια ακριβών ναρκωτικών, γιατί «άλλο πράγμα η διασκέδαση». Αρνούμαστε οι χώροι που διαχειριζόμαστε και στους οποίους γεννιούνται και στεγάζονται τα προτάγματα μας ή οι χώροι στους οποίους έχει γραφτεί η εγχώρια κινηματική ιστορία να καταντούν δευτεροτρίτες, λούμπεν καρικατούρες των μαγαζιών της παραλιακής και του «in» κέντρου, αρνούμαστε να συνυπογράψουμε τη διάβρωση των κεκτημένων χρόνων επειδή «τώρα αυτό μαζεύει φράγκα» και αρνούμαστε να συγχρωτιστούμε με κόσμο που σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής μας δεν θα ήταν δίπλα μας ή θα ήταν απέναντί μας.
Ως προς το περιεχόμενο, οι φετινές μουσικές τεταρτιάτικες νυχτερινές συναντήσεις μας δεν είχαν πελάτες «που έχουν πάντα δίκιο» (όταν θέλουν τις σερβιτόρες και τους σερβιτόρους υπηρέτριες και υπηρέτες τους), δεν είχαν κερασμένα σφηνάκια σε ανασφάλιστες σερβιτόρες που δουλεύουν απλήρωτες υπερωρίες, δεν είχαν τσεκαδόρους, προϊστάμενους, αυτοφωράκηδες, μπράβους στην πόρτα, καθαρίστριες, κουβαλητές, εργοδότες, δεν είχαν ανθρώπους να δουλεύουν, δεν είχαν κέρδη, δεν είχαν ζημιές. Είχαν κόσμο από διαφορετικά μουσικά μονοπάτια και συλλογικότητες που προωθούν την αυτο-οργανωμένη έκφραση με μεράκι. Ήταν ένα σημείο συνάντησης και ζύμωσης διαφορετικών μουσικών «υποκουλτούρων» και πάνω από όλα μια ευκαιρία να ακούσουμε και να «μάθουμε» μουσική με τους δικούς μας όρους, πέρα τόσο από τα στερεότυπα της μουσικής βιομηχανίας, όσο και από τις αγκυλώσεις της diy σκηνής. Αυτά είναι τα δικά μας «μπαρ».
Συνοψίζοντας, δε γίνεται να αφήσουμε απ’ έξω ένα απ’ τα βασικά συμπεράσματα που ζυμώθηκαν μεταξύ μας και κερδίσαμε στη διάρκεια αυτών των 7 μηνών: το γεγονός ότι η φαντασία και το παραστράτημα από εκείνο που ήδη γνωρίζουμε (να κάνουμε), είναι στοιχεία που αναζωογονούν και εμπλουτίζουν πάρα πολύ την προσπάθεια και τους προσανατολισμούς μιας ομάδας.
δημιουργούμε περιθώρια στη σφιχτή καθημερινότητα
χτίζουμε σχέσεις έξω από εμπορευματικές λογικές
ενάντια στη μιζέρια και την απομόνωση των καιρών